κουρατορία

κουρατορία
κουρατορία και κουρατωρία, ἡ (ΑM κουρατορία, Α και κουρατορεία)
(στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) το αξίωμα τού κουράτορος, τού επιμελητή και επόπτη, ιδίως, τών βασιλικών κτημάτων
αρχ.
το κτήμα που βρίσκεται υπό επιστασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρατορία < κουράτωρ, -ορος, ενώ ο τ. κουρατορεία < κουρατορεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουρατορίαν — κουρατορίᾱν , κουρατορία curator fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”